Σκέψεις και Αφιερώματα

Ομιλία για την  28η Οκτωβρίου 1940

Η πρόθεση του Μουσολίνι να εισβάλει στην Ελλάδα έγινε αντιληπτή το καλοκαίρι του 1940.Ξεκίνησε τότε εκστρατεία ανθελληνικών προκλήσεων , με χαλκευμένα δημοσιεύματα, παρενοχλήσεις πλοίων και άλλα περιστατικά που   κορυφώθηκαν με τον τορπιλισμό   του εύδρομου «Έλλη» στις 15 Αυγούστου στο λιμάνι της Τήνου. Η ελληνική ηγεσία τήρησε ψύχραιμη στάση , ενώ γερμανική αντίδραση στην επέκταση του πολέμου στα Βαλκάνια είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή αναβολή των ιταλικών σχεδίων.
        Ωστόσο, οι αλλεπάλληλες επιθέσεις του Χίτλερ και η τάση του να αγνοεί το σύμμαχό του σε σημαντικές αποφάσεις  του, όπως η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων στη Ρουμανία αποτελούσαν σημαντικό ερέθισμα για το μεγαλομανή Ιταλό δικτάτορα. Η ενίσχυση της ιταλικής παρουσίας στην Ανατ. Μεσόγειο και η πρόληψη της  εγκατάστασης  βρετανικών βάσεων που θα απειλούσαν την μητροπολιτική Ιταλία , αποτέλεσαν τους στρατηγικούς λόγους για τους οποίους σε πολεμικό συμβούλιο της 15ης Οκτωβρίου έλαβε την απόφαση για την  επίθεση  κατά της  Ελλάδας. Μόνο ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου στρατάρχης Μπαντόλιο  ζήτησε τρίμηνη αναβολή  κρίνοντας τις διαθέσιμες δυνάμεις ανεπαρκείς. Αντίθετα γενική ήταν η εντύπωση ότι οι  έλληνες δε θα προέβαλλαν σοβαρή αντίσταση.
        Η διατύπωση του Ιταλικού τελεσίγραφου δεν άφηνε περιθώρια: αφού εκτοξεύονταν  ουσιαστικά αβάσιμες κατηγορίες για παραβίαση της ουδετερότητας εκ μέρους της Ελλάδας και προπαντός διατυπώνονταν το αίτημα να επιτραπεί στον Ιταλικό στρατό η είσοδος στο ελληνικό  έδαφος  για να καταλάβει στρατηγικές θέσεις που δεν προσδιορίζονταν .Η επιλογή για την Ελλάδα ήταν ανάμεσα στην πλήρη υποταγή στα κελεύσματα της Ρώμης και τον πόλεμο.
        Τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου όταν του επιδόθηκε το
 
τελεσίγραφο, ο Ιωάννης  Μεταξάς το απέρριψε χωρίς δισταγμούς.
        Η απόφαση για αντίσταση στην ιταμή πρόκληση έγινε δεκτή από το λαό της πρωτεύουσας με ξέσπασμα ενθουσιασμού , που οφειλόταν και σε αίσθημα λύτρωσης μετά τη μακρά περίοδο εσωτερικής καταπίεσης και εξωτερικών προκλήσεων.

«Ήταν Οκτώβρης .Στους αγρούς γινόταν η σπορά
Κι ο πιστικός τα πρόβατα στους κάμπους οδηγούσε.
Τα πανηγύρια τέλειωναν και τούτη τη φορά
και η ζωή μας ξένοιαστη και ήσυχη κυλούσε.
Μ’ απ’ το γλυκό μας τον ύπνο σειρήνες μας ξυπνούν .
Τις πόρτες της Ελλάδος μας ο εχθρός θέλει να σπάσει.
Σκλάβοι εμείς οι ελεύθεροι, να γίνουμε ζητούν
Και τη χαρά , το γέλιο της , η Ελλάδα μας να χάσει.
Και τότε … μια παράδοση παλιά μας ξαναζεί.
Στο Μαραθώνα γράφτηκε , στις Θερμοπύλες πάλι,
στην άλωση ξανάζησε , στο εικοσιένα ζει
Κι είναι της Ελλάδος στόλισμα στα τόσα της  τα κάλλη.
-    Όχι ! Δε δίνω τ΄ άρματα! Ακούεται κραυγή.
-    Εκατομμύρια φωνές μιλούν σαν στόμα ένα
κι ο ποιητής ακούεται εκείνη την αυγή
« Μεθύστε με τ΄ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα»
«Ελευθερία ή θάνατος «, ή «ταν ή επί τας»!
Η Βόρειος η Ήπειρος ελληνική για πάντα!
        Με τέτοια τα συνθήματα και μ΄ άξιους μαχητές  η Ελλάδα έγραψε ξανά το έπος του Σαράντα.
        Στον πόλεμο του σαράντα τα μέτωπα ήταν πολλά.
        Πρόσκαιρα ο εχθρός ταυτίστηκε με το βαρύ χειμώνα , τα αθρόα κρυοπαγήματα τη δυσεντερία και την έλλειψη εφοδίων .Από την άλλη πλευρά το Γενικό Στρατηγείο που συγκροτήθηκε υπό την ηγεσία του αντιστράτηγου Αλέξανδρου Παπάγου , γνώριζε τη μειονεκτική θέση των ελληνικών δυνάμεων αλλά και υπερεκτιμούσε τις δυνατότητες  του εισβολέα , ιδίως την αποτελεσματικότητα της ιταλικής αεροπορίας. Εκτιμάται ότι ο εχθρός ήταν οκτώ φορές μεγαλύτερος σε πληθυσμό.
        Ωστόσο στην Πίνδο τους εσταματήσαμε. Δεν υπήρχε εκεί οργανωμένη αμυντική τοποθεσία , παρά μόνο «φυσική ισχύς» Της εδαφικής διαμόρφωσης και ορισμένα έργα εκστρατείας. Το σχέδιο της ιταλικής εισβολής βασιζόταν σε επιθετικές ενέργειες στους τομείς Ηπείρου και Πίνδου. Οι Έλληνες στρατιώτες σκαρφάλωσαν στα απόκρημνα βουνά και ρίχτηκαν με ορμή στους Ιταλούς . Χαρακτηριστικό του θάρρους , παρόλλες τις κακουχίες και αντιξοότητες του πολέμου, η πολεμική κραυγή ΑΕΡΑ που αντηχούσε στις ρεματιές και στους κάμπους εμψύχωνε τους στρατιώτες και αποδοκίμαζε τον εισβολέα.
        Όμως , μαζί με τον στρατό , ήταν και όλος ο λαός της Ηπείρου. Γυναίκες απ΄ τα γύρω χωριά , σαν τις Σουλιώτισσες ανέβασαν κάσσες με φυσίγγια και οβίδες, έσυραν τα κανόνια ως την κορυφή  κι εβοήθησαν με κάθε τρόπο τα παλικάρια μας. Η επιτυχία δεν άργησε να φανεί. Στις 22 Νοεμβρίου ο ένδοξος στρατός μας έμπαινε στην Κορυτσά και στις 8 Δεκεμβρίου στο Αργυρόκαστρο, στις δύο μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις της Β. Ηπείρου, ως απαρχή της νίκης των ελληνικών δυνάμεων.
        Στο εσωτερικό μέτωπο ο πληθυσμός υπέμενε του περιορισμού που εισέβαλε η εμπόλεμη κατάσταση με εγκαρτέρηση και ακμαίο ηθικό.   Ο μηχανισμός της επιστράτευσης λειτούργησε άψογα σε μεγάλο βαθμό χάρη στον ενθουσιασμό των καλούμενων προς κατάταξη εφέδρων αξιωματικών και οπλιτών . Άνθηση γνώρισε η πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή , αλλά ιδίως οι επιθεωρήσεις. Η οικονομία προσαρμόστηκε παρά τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή δελτίου στα τρόφιμα και τη συνακόλουθη αύξηση του κόστους ζωής.
        Οι Ιταλοί σε μια ύστατη προσπάθεια να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος και γόητρο τους προέβησαν στη διεξαγωγή της λεγόμενης «Εαρινής Επίθεσης» υπό την επίβλεψη του Μουσολίνι. Διήρκεσε δύο περίπου εβδομάδες χωρίς  να φέρει κανένα αποτέλεσμα, χάρη στη γρανιτώδη αποφασιστικότητα των ελλήνων μαχητών.
        Η ιταλική αποτυχία όχι μόνο κλόνισε τη φασιστική αλαζονεία αλλά φάνηκε να θέτει σε κίνδυνο και τη θέση του άξονα στη Ν.Α  Ευρώπη. Όμως , περισσότερο και απ΄ τη διάσωση του ιταλικού γοήτρου , η αποτροπή βρετανικής απειλής στα νώτα Ανατολικού Μετώπου ώθησε τον Χίτλερ να εκδώσει στις 13/12/1940 την οδηγία  αρ.20 για το σχεδιασμό της επιχείρησης «Μαρίτα» κατά της Ελλάδας .Από την ελληνική πλευρά η στάση του Παπάγου και του Γενικού  Στρατηγείου παράμενε αναλλοίωτη: ο ελληνικός στρατός έπρεπε να τηρήσει τις θέσεις του στην Αλβανία και να πολεμήσει τους γερμανούς μόνο για την τιμή των όπλων- όπως διευκρίνισε ο ίδιος ο Παπάγος στους διοικητές στη Μακεδονία. Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 6 Απριλίου κατά της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας ταυτόχρονα.  
        Οι καταστάσεις κλυδώνιζαν τους εμπλεκόμενους και στα δυο μέτωπα, με αποκορύφωμα  τη μάχη της Κρήτης . Με την κατάληψη της  Μεγαλονήσου η εκδικητική μανία των κατακτητών ξέσπασε κατά του πληθυσμού, που υπέστη τα πρώτα μαζικά αντίποινα στην Ελλάδα   με καταστροφές χωριών  και ομαδικές εκτελέσεις , ενώ είχε προηγηθεί κυβερνητικό κλιμάκιο αποτελούμενο του βασιλιά και του πρωθυπουργού με προορισμό την Αλεξάνδρεια.
        Ο εξάμηνος αγώνας κατά των δυνάμεων του Άξονα στοίχισε στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις 13.325νεκρούς, 1290 αγνοούμενους και 62.663 τραυματίες απ΄ τους οποίους 25.000 ήταν θύματα των κρυοπαγημάτων. Η ελληνική συμβολή στη συμμαχική προσπάθεια ήταν ουσιαστική καθώς καθήλωσε μεγάλες δυνάμεις του εχθρού και απασχόλησε μέρος της γερμανικής πολεμικής μηχανής κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα που προηγήθηκε της εισβολής στη Σοβιετική Ένωση.
        Ακόμη, μεγαλύτερος ήταν ο ηθικός αντίκτυπος του επικού αγώνα ενός μικρού λαού που κατέρριψε το μύθο της φασιστικής παντοδυναμίας και αναπτέρωσε το ηθικό των δυνάμεων που αντιστέκονταν στον άξονα.
        Για τις επερχόμενες γενιές «απελευθερωτικά μηνύματα» όπως αυτό ενάντια σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού , περιέχουν την  υ π ο ψ ί α  ότι : το ζήτημα της  Ε θ ν  ι κ ή ς   Σ υ ν ε ί δ η σ η ς  οδηγεί στο δρόμο προς την «Αυτογνωσία».
        Ακόμη, το μάθημα της ιστορίας προσφέρεται ως αναγκαιότητα μιας ιστορικής συνέχειας που φτάνει ως τις μέρες.

ΑΝΝΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ

ΠΗΓΗ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ

  ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 ήταν η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση και ουσιαστικά προανήγγειλε την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών, η οποία από τις 21 Απριλίου 1967 είχε επιβάλλει καθεστώς στυγνής δικτατορίας στη χώρα.
Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε στις 14 Φεβρουαρίου 1973, όταν ξεσηκώθηκαν οι φοιτητές της Αθήνας και συγκεντρώθηκαν στο Πολυτεχνείο. Ζητούσαν την κατάργηση του Ν.1347, ο οποίος προέβλεπε την υποχρεωτική στράτευση όσων ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Η αστυνομία, παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο, εισήλθε στο χώρο του ιδρύματος, συνέλαβε 11 φοιτητές και τους παρέπεμψε σε δίκη με την κατηγορία της «περιύβρισης αρχής». Οι 8 καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές, ενώ περίπου 100 άλλοι αναγκάστηκαν να διακόψουν τις σπουδές τους και να ντυθούν στο χακί.
Επτά ημέρες μετά τα πρώτα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στις 21 Φεβρουαρίου οι φοιτητές κατέλαβαν το κτίριο της Νομικής σχολής στην Αθήνα, προβάλλοντας τα συνθήματα «Δημοκρατία», «Κάτω η Χούντα» και «Ζήτω η Ελευθερία».
Από την ταράτσα του κτηρίου καλούν το λαό της Αθήνας να συμπαρασταθεί στον αγώνα τους για δημοκρατικές ελευθερίες και απαγγέλλουν τον όρκο:
«Εμείς οι φοιτηταί των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ορκιζόμαστε στ' όνομα της ελευθερίας να αγωνισθούμε μέχρι τέλους για την κατοχύρωση:
α) των ακαδημαϊκών ελευθεριών,
β) του πανεπιστημιακού ασύλου,
γ) της ανακλήσεως όλων των καταπιεστικών νόμων και διαταγμάτων. Επρόκειτο για μια ανοιχτή πρόκληση προς το καθεστώς της δικτατορίας, για την πρώτη, ουσιαστικά, δυναμική απάντηση του φοιτητικού κινήματος στη δικτατορία.
Η αστυνομία επενέβη και πάλι για να καταστείλει την εξέγερση, αλλά η βίαιη εκδίωξη των φοιτητών από το κτίριο της Νομικής ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αγωνιστικότητά τους.
Η κατάληψη της Νομικής τον Φλεβάρη του 1973, ήταν αποτέλεσμα της κλιμάκωσης μιας εμπνευσμένης και επίμονης αγωνιστικής διαδικασίας, η οποία ξεκίνησε από την πρώτη μέρα της δικτατορίας. Αφετηρία του αγώνα ήταν το αίσθημα έσχατης ταπείνωσης που ένιωθε ο λαός, αίσθημα που σταδιακά τον οδήγησε στην ανάπτυξη διαφόρων μορφών αντίστασης ενάντια στο δυνάστη του.

Αρχικά η λαϊκή δυσαρέσκεια εκφράστηκε με μεμονωμένες αποδοκιμασίες και δηλώσεις, κύματα εξόδων από τη χώρα και ανάπτυξη αντιστασιακών ομάδων στο εξωτερικό και με τη συσπείρωση αποφασιστικών ανθρώπων σε ομάδες αντίστασης. Οι πρώτες αυτές αντιστασιακές ομάδες κυκλοφόρησαν κρυφά εμπρηστικές για το καθεστώς προκηρύξεις, έγραψαν παντού συνθήματα και διοχέτευαν πληροφορίες για την πραγματική κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας στον ξένο τύπο. Αποτέλεσμα των οράσεων αυτών ήταν η ενημέρωση της διεθνούς αλλά και της εγχώριας κοινής γνώμης για τη δυσαρέσκεια που ένιωθε ο λαός και η συσπείρωσή της.
Στη συνέχεια, έναν περίπου χρόνο μετά, αντιστασιακές ομάδες αναπτύσσουν δυναμικότερη μορφή αγώνα, με βόμβες κυρίως, με στόχο να περάσουν το μήνυμα της βούλησης και δυνατότητας κλιμάκωσης του αγώνα. Οι μέθοδοι καταστολής (βασανιστήρια, εξορίες, εκτελέσεις) που υιοθετήθηκαν έδειξαν το πραγματικό πρόσωπο του φασιστικού αυτού καθεστώτος. Σύντομα, η θύελλα δημόσιων αποδοκιμασιών και αντιδράσεων που ξεσηκώθηκε οδήγησε στην αποπομπή της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε, το καθεστώς, σε μια απέλπιδα προσπάθειά του να παραπλανήσει την κοινή γνώμη, προβαίνει στην κατάργηση του μέτρου της προληπτικής λογοκρισίας.
Μετά την ενέργεια αυτή του καθεστώτος, ο Τύπος, πολιτικοί ηγέτες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι της εποχής εκφέρονται ανοιχτά κατά του καθεστώτος, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας γενικότερης κοινωνικής αναταραχής, η οποία εκφράστηκε στα χρόνια 1971 -72 με την οργάνωση και αντίσταση των εργαζομένων και την περαιτέρω δραστηριοποίηση του φοιτητικού κινήματος. Νέα μέθοδος αγώνα: η διεκδίκηση συνδικαλιστικών αιτημάτων και ελευθεριών. Οι φοιτητές ζητούν εκλογές και όταν το αίτημα τους απορρίπτεται προβαίνουν σε μια πρώτη κατάληψη της Νομικής Σχολής. Τη σκυτάλη παίρνουν, τώρα, και οι Ένοπλες Δυνάμεις, κλονίζοντας το κίνημα στη βάση του.
Τότε, το καθεστώς αναδιπλώνεται πολιτικά και υιοθετεί ένα θεσμικό ψέμα: το στόχο της δήθεν φιλελευθεροποίησης και την κατασκευή της πολιτικής κυβέρνησης Μαρκεζίνη. Ο λαός εξεγείρεται και τότε έχουμε τα πολιτικά κατορθώματα της κατάληψης της Νομικής Σχολής και του Πολυτεχνείου.
(Ομιλία Γ.Α Μαγκάκη)
ΑΠΟ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Την εποχή εκείνη, φθινόπωρο 1972 με άνοιξη 1973, υπήρχε μια αίσθηση κοινωνικής ανοχής, η εσωτερική αντίσταση ήταν μηδαμινή καθώς ο έντονος ο φόβος στις διαπροσωπικές σχέσεις δεν άφηνε πολλά περιθώρια για οργάνωση των πολιτών ενάντια στο καθεστώς. Οι αντιστασιακές οργανώσεις της εποχής ήταν παράνομες ή φυλακισμένες.

Η λιγοστή πληροφόρηση του λαού προερχόταν από συγκεκριμένες στήλες εφημερίδων και από τα διάφορα παράνομα έντυπα που κυκλοφορούσαν. Το αίτημα για εκλογές και η δημοσίευση του στα ΝΕΑ έφερε αμηχανία αλλά και αντιδράσεις, κυρίως στο εξωτερικό της χώρας. Σιγά σιγά άρχισε να καταρρέει το κλίμα της σιωπής που επικρατούσε και άρχισαν οι πρώτες καταλήψεις.
0ι καταλήψεις αυτές ήταν αυθόρμητες αντιδράσεις του λαού. Αντιθέτως, τονίζει, προηγήθηκε συνεννόηση και οι φοιτητές ενημερώνονταν τηλεφωνικά για τις καταλήψεις.

Η πρώτη κατάληψη της Νομικής έληξε μετά από διαπραγματεύσεις των φοιτητών με την πρυτανεία της Σχολής, ενώ στη δεύτερη παρενέβη η αστυνομία με αποτέλεσμα τον ξυλοδαρμό και τη σύλληψη πολλών φοιτητών.
Ι.ΔΡΟΣΟΣ
 TO XΡONIKO ΤΗΣ ΕΞΕΡΓΕΣΗΣ
Η εξέγερση που ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου του 1973 επρόκειτο να αποτελέσει την κορύφωση των αντιδικτατορικών εκδηλώσεων. Το πρωί εκείνης της ημέρας οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου και αποφάσισαν την κήρυξη αποχής από τα μαθήματα, με αίτημα να γίνουν εκλογές για τους φοιτητικούς συλλόγους τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και όχι στα τέλη του επόμενου χρόνου, όπως είχε ανακοινώσει το καθεστώς.
Ακολούθησαν συνελεύσεις φοιτητών στην Ιατρική και στη Νομική σχολή. Μάλιστα, οι φοιτητές της Νομικής εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο ζητούσαν την ανάκληση των αποφάσεων της Χούντας για τη διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών, εκδημοκρατισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 20% του προϋπολογισμού και ανάκληση του Ν.1347 για την αναγκαστική στράτευση των φοιτητών.

Όσο περνούσε η μέρα άρχισαν να μαζεύονται ολοένα και περισσότεροι φοιτητές στο Πολυτεχνείο, αλλά και άλλοι που πληροφορήθηκαν το νέο.Η αστυνομία αποδείχθηκε ανίκανη να εμποδίσει την προσέλευση του κόσμου. Το απόγευμα πάρθηκε η απόφαση για κατάληψη του Πολυτεχνείου. Οι πόρτες έκλεισαν και από τότε άρχισε η οργάνωση της εξέγερσης. Το πρώτο βήμα ήταν η εκλογή Συντονιστικής Επιτροπής, στην οποία μετείχαν 22 φοιτητές και 2 εργάτες, με σκοπό να καθοδηγήσει τον αγώνα. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν επιτροπές σε όλες τις σχολές για να οργανώσουν την κατάληψη και την επικοινωνία με την ελληνική κοινωνία.
Για το σκοπό αυτό άρχισε να λειτουργεί ένας ραδιοφωνικός σταθμός, αρχικά στο κτίριο του Χημικού και αργότερα στο κτίριο των Μηχανολόγων, με εκφωνητές τη Μαρία Δαμανάκη και τον Δημήτρη Παπαχρήστου. Επιπλέον, στο Πολυτεχνείο εγκαταστάθηκαν πολύγραφοι, που δούλευαν μέρα - νύχτα, για να πληροφορούν τους φοιτητές και τον υπόλοιπο κόσμο για τις αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής και των φοιτητικών συνελεύσεων. 
 Συγκροτήθηκαν συνεργεία φοιτητών, που έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ, σε τοίχους, στα τρόλεϊ, στα λεωφορεία και στα ταξί, για να τα γνωρίσουν όλοι οι Αθηναίοι. Στο Πολυτεχνείο οργανώθηκε εστιατόριο και νοσοκομείο, ενώ ομάδες φοιτητών ανέλαβαν την περιφρούρηση του χώρου, ξεχωρίζοντας τους ενθουσιώδεις και δημοκράτες Αθηναίους από τους προβοκάτορες.
Η πρώτη αντίδραση του δικτατορικού καθεστώτος ήταν να στείλει μυστικούς πράκτορες να ανακατευθούν στο πλήθος που συνέρρεε στο Πολυτεχνείο και να ακροβολήσει σκοπευτές στα γύρω κτίρια. Στις 16 Νοεμβρίου μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Πολυτεχνείο, με γκλομπς, δακρυγόνα και σφαίρες ντουμ-ντουμ. Οι περισσότεροι διαλύθηκαν. Όσοι έμειναν έστησαν οδοφράγματα ανατρέποντας τρόλεϊ και συγκεντρώνοντας υλικά από νεοανεγειρόμενες οικοδομές, και άναψαν φωτιές για να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα. Αργότερα, η αστυνομία έκανε χρήση όπλων, χωρίς όμως να πετύχει το στόχο της, την καταστολή της εξέγερσης.
Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, όταν διαπίστωσε ότι η αστυνομία αδυνατούσε να εισέλθει στο Πολυτεχνείο, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το στρατό. Κοντά στο σταθμό Λαρίσης συγκεντρώθηκαν τρεις μοίρες ΛΟΚ και μία μοίρα αλεξιπτωτιστών από τη Θεσσαλονίκη. Τρία άρματα μάχης κατέβηκαν από το Γουδί προς το Πολυτεχνείο. Τα δύο στάθμευσαν στις οδούς Τοσίτσα και Στουρνάρα, αποκλείοντας τις πλαϊνές πύλες του ιδρύματος και το άλλο έλαβε θέση απέναντι από την κεντρική πύλη. Η Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών ζήτησε διαπραγματεύσεις, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε.

Στις 3 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου το άρμα που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη έλαβε εντολή να εισβάλλει. Έπεσε πάνω στην πύλη και την έριξε, παρασέρνοντας στο διάβα του μία κοπέλα που ήταν σκαρφαλωμένη στον περίβολο κρατώντας την ελληνική σημαία. Οι μοίρες των ΛΟΚ, μαζί με ομάδες -μυστικών και μη- αστυνομικών, εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν τους φοιτητές, οι οποίοι πηδώντας από τα κάγκελα προσπάθησαν να διαφύγουν στους γύρω δρόμους. Τους κυνηγούσαν αστυνομικοί, πεζοναύτες, ΕΣΑτζήδες. Αρκετοί σώθηκαν βρίσκοντας άσυλο στις γύρω πολυκατοικίες, πολλοί συνελήφθησαν κα μεταφέρθηκαν στη Γενική Ασφάλεια και στην ΕΣΑ.
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αστυνομίας, στις 17 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 840 άτομα. Όμως, μετά τη Μεταπολίτευση, αξιωματικοί της Αστυνομίας, ανακρινόμενοι, ανέφεραν ότι οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2400 άτομα. Οι νεκροί επισήμως ανήλθαν σε 34 άτομα. Στην ανάκριση που διενεργήθηκε το φθινόπωρο του 1975 εναντίον των πρωταιτίων της καταστολής εντοπίστηκαν 21 περιπτώσεις θανάσιμου τραυματισμού. Ωστόσο, τα θύματα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα, διότι πολλοί βαριά τραυματισμένοι, προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη, αρνήθηκαν να διακομιστούν σε νοσοκομείο.
Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, αλλά στις 25 Νοεμβρίου ανατράπηκε με πραξικόπημα. Πρόεδρος ορίστηκε ο αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος. Όμως ο ισχυρός άνδρας του νέου καθεστώτος ήταν ο διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, που επέβαλλε ένα καθεστώς σκληρότερο από εκείνο του Παπαδόπουλου.
Η δικτατορία κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου του 1974, αφού είχε ήδη προηγηθεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ο Γκιζίκης και ο αντιστράτηγος Ντάβος, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, κάλεσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιστρέψει στην Ελλάδα για να επαναφέρει τη δημοκρατική διακυβέρνηση.





ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ 2013  
      Στους δύο αιώνες που ακολούθησαν την πτώση του Βυζαντίου , οι έλληνες των τουρκοκρατούμενων περιοχών  έζησαν την οθωμανική δεσποτεία μέσα σε δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης , οικονομικού μαρασμού και πολιτιστικής καθυστέρησης.  Ωστόσο με συνεκτικό κρίκο την Ορθόδοξη θρησκεία , τη  γλώσσα και την παράδοση το Γένος κατόρθωσε να προσαρμοστεί στα νέα του πεπρωμένα να διαφυλάξει την εθνική και ιστορική του ταυτότητα , να επιβιώσει και να αγωνιστεί  για την απόκτησης της ελευθερίας του. Έτσι, το 1821 ενώ η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ακόμη ισχυρότατη και ενώ στην Ευρώπη επικρατούσε το πνεύμα της Ιεράς Συμμαχίας οι Έλληνες άρχιζαν τον αγώνα για την απελευθέρωσή  τους.
«Κι ήταν ο λαός μας που ασφυκτιούσε κι έβλεπε το μέλλον του σκοτεινό γιατί μια γιγάντια δηλητηριώδη αράχνη είχε απλώσει το δίχτυ της και ίσκιωνε τον ήλιο της Ελλάδας αιώνες πριν… Γενιές επί γενεών που γαλούχησαν τα παιδιά τους με το όραμα μιας ελεύθερης πατρίδας , γιατί δεν άντεχαν το ξένο «αλισβερίσι». Απλοί καθημερινοί  άνθρωποι που ,μετρούσαν με το μόχθο τους τη στέρηση και την ανέχεια , γιατί το «χαράτσι» των αγάδων τους έπνιγε ως το λαιμό.
Δεν πήγαινε άλλο η συνείδησή τους επαναστατούσε. Πίσω από τις ραχούλες εκεί που ενώνεται ο ουρανός με τη θάλασσα θα ΄βρισκαν το καταφύγιο τους για να βροντοφωνάξουν       αργότερα :«Λευτεριά ή Θάνατος»!
      Στη δεύτερη δεκαετία του δεκάτου ενάτου αιώνα είχαν ήδη εμφανιστεί  «οι κινητήριες δυνάμεις» για την πολιτική Αναγέννηση της Ελλάδας,  όπως χαρακτήρισε ο Καποδίστριας το 1818, την πρόοδο της ναυτιλίας και του εμπορίου καθώς και την άνθηση της Παιδείας
«Και να ένας Θούριος Άνεμος φυσά απ΄ τα βάθη της
Ανατολής και ρίχνονται όλοι στον αγώνα. Οι «Κοραήδες» ξεχύθηκαν στους δρόμους και το σύνθημα αντηχούσε
σε όλες τις γειτονιές. Νέοι και νέες τραγουδούσαν :
«Φεγγαράκι μου λαμπρό ,φέγγε μου να περπατώ ,να πηγαίνω στο σχολειό ,να μαθαίνω γράμματα γράμματα σπουδάματα του θεού τα πράματα».
      Κι ήταν ο κλήρος που άφηνε την αγιαστούρα για να διδάξει με τον κοντυλοφόρο και την γραφόπλακα ότι από όλες τις αγάπες πιο μεγάλη και πιο ιερή είναι αυτή για την πατρίδα, για τη Μητέρα Ελλάδα. Κι ήταν οι γυναίκες που άνοιξαν τα σεντούκια τους και πρόσφεραν προίκες και φλουριά για το τσαρούχι και το φέσι.»
      Επανάσταση και το έθνος ορκίζεται ν΄ αγωνισθεί για την αποκατάστασή του. Όμως ο τύραννος μαίνεται, σφάζει, απαγχονίζει, καίει , φυλακίζει ατιμάζει. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ και πολλοί άλλοι  πρόκριτοι απαγχονίζονται . Αρχίζει η Πάλη, ο μεγάλος αγώνας, η μεγάλη Εποποιία του ΄21 με πρωταγωνιστές τους οπλαρχηγούς Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Κατσώνη, Μπουμπουλίνα,  Μαντώ Μαυρογένους και πολλούς άλλους. Το Δραγατσάνι, το Βαλτέτσι, το Πέτα, η Αλαμάνα, το Χάνι της Γραβιάς, τα Δερβενάκια, η τραγωδία της Χίου, το ολοκαύτωμα των Ψαρών, η εποποιία του Μεσολογγίου και τόσα άλλα είναι τα φωτεινά σημάδια των αγώνων του ΄21.
      Μια ολόκληρη επταετία η Ελλάδα γίνεται το θέατρο της μεγάλης αιματοχυσίας. Πολλοί Ευρωπαίοι που λάτρευαν την ελευθερία και θαύμαζαν την προγονική μας μεγαλοφυΐα έρχονται στον τόπο μας και αγωνίζονται στο πλευρό των αγωνιστών , προσδίδοντας μεγαλύτερο κύρος στην επανάσταση. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν μεγάλες φυσιογνωμίες του Βύρωνα, του Σάντα Ρόζα, του Ταρέλλα, του Δάνια, του Σεβαλιέ , του Χόρμαν, του Μιρζεύσκη και άλλων.
Ο Πολωνός  Μιρζεύσκη έλεγε: « Ένα μόνο ποθώ ή να πεθάνω στον αγιασμένο τούτο τόπο , ή να δω την ελευθερία να ξαναγεννιέται σε αυτόν» .
      Η Ελληνική Επανάσταση  , συνέπεια ως ένα βαθμό της ωρίμανσης των αντικειμενικών συνθηκών , αλλά προπαντός συνέχιση και κορύφωση της εθνικής επαναστατικής παράδοσης , με την επίδραση και των επαναστατικών ιδεών της εποχής περί της αρχής της «ισοπολιτείας» και της «ελευθερίας» τις οποίες είχε διαδώσει στην Ευρώπη  η Γαλλική Επανάσταση είναι το ενδοξότερο και σπουδαιότερο γεγονός της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού. Όλοι όσοι είχαν «συνείδηση ελληνική» ξεσηκώθηκαν το Μάρτη του 1821 :
αγρότες   , έμποροι , πλοίαρχοι , οπλαρχηγοί και ο κλήρος . Με αυτούς γεννήθηκε το σύμβολο των «ελεύθερων ανθρώπων»!
      Η Ελληνική Επανάσταση τελείωσε με νίκη. Στοίχισε όμως βαρύτατα. Εκατοντάδες χιλιάδες ελλήνων και ελληνίδων χάθηκαν στα πεδία των μαχών , από την πείνα και τις κακουχίες , απ΄ τους διωγμούς και τις σφαγές στις επαναστατημένες περιοχές αλλά και την Κων/πολη, στη Σμύρνη, στην Κύπρο και αλλού.
      Ο αγώνας των Ελλήνων προετοιμασμένος και αποφασισμένος απ΄ τη Φιλική Εταιρεία ,που εξέφρασε τότε με πίστη και τόλμη την έφεση του έθνους για την απελευθέρωση του επέτυχε ύστερα από εννιάχρονο επικό αγώνα εναντίον αντιπάλου συντριπτικά ισχυρότερου να πραγματοποιήσει, έστω μερικώς το σκοπό της με τη δημιουργία  ενός κράτους μικρού σε έκταση , που δεν ανταποκρινόταν τόσο στις προσδοκίες των αγωνιστών . 
      H «παγκοσμιοποίηση»   που λαμβάνει χώρα τελευταία   με την έκρηξη των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής   έχει την τάση να καταργεί τα πάσης φύσεως σύνορα οδηγώντας σε μια αναθεώρηση τον «κλασικό   ορισμό» της έννοιας κράτος –έθνος και τα συναφή.
Εκείνο, όμως που δεν καταργείται είναι η «ιστορική συνείδηση» ενός λαού που καλείται κάθε ιστορική στιγμή να δηλώσει την ταυτότητά του, θέτοντας εκ νέου τα όρια που ταιριάζουν στους θεσμούς και στις αρχές του. Διασφαλίζοντας το μέλλον με τη χαραγή μιας ανοδικής πορείας βασισμένης στην πρόοδο και στην ευημερία , χωρίς τις δουλοπρεπείς επιλογές που ακυρώνουν όλα τα κεκτημένα του λαού , που με  θυσίες και κόπο  καθώς και με αγωνιστικό παράδειγμα άφησε παρακαταθήκη στις μελλοντικές γενιές.
      Και να ΄μαστε εδώ σήμερα , μπροστά στις προκλήσεις των δικών μας καιρών , όπου η οικονομική υποτέλεια και ο θεσμικός μαρασμός οδηγούν , φοβούμαι να πω  ανυπότακτα σε μια εποχή δουλείας και μέσων . Μπροστά στην «παγκοσμιοποίηση» των προβλημάτων και την ανάγκη για μια θεσμική και ιδεολογική αναγέννηση  στέκεται η ιστορία που «φιλτράρει» και «διαχέει» το όραμα για «συνεχή αυτοδιάθεση των λαών» και «ελευθερία των πολιτών για συμμετοχή στα κοινά».
 Xωρίς την «ξένη κηδεμονία» που καθιστά ασφυκτικό τον κλοιό γύρω από την κοινωνία στην οποία ζούμε , με  τα κοινωνικά  αδιέξοδα να διαδέχονται κλιμακωτά κάθε  αισιοδοξία που αφήνουν ανοιχτή οι πόρτες του μέλλοντος.
Ώριμα, πλέον , η έννοια της επανάστασης είναι για κάθε φυσιολογικό άνθρωπο η απαρχή της Άνοιξης κάθε νέας εποχής!

Άννα Πετρίδου  
ΠΗΓΗ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ